ακονώ — ( άω) (Α ἀκονῶ) 1. ακονίζω, τροχίζω 2. προκαλώ, εξωθώ, εξάπτω φρ. «ἠκόνησαν ὡς ρομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» (ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκόνη. ΠΑΡ. ακονητής αρχ. ἀκόνησις μσν. νεοελλ. ακονίζω νεοελλ. ακόνημα] … Dictionary of Greek
ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… … Dictionary of Greek
ακονητής — ο (Α ἀκονητὴς) [ἀκονῶ] ο ακονιστής* … Dictionary of Greek
ακόνη — η (Α ἀκόνη) εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ακονιστούν μαχαίρια, ψαλίδια κ.ά. κοφτερά εργαλεία, δηλαδή για να ξαναγίνει η κόψη τους κοφτερή αρχ. μεταφορικές χρήσεις «δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾱς ἐπὶ γλώσσᾳ», παρακινούμαι να λέω (Πίνδ. Ολ. 6, 82)… … Dictionary of Greek
ακόνημα — το [ακονώ] το ακόνισμα* … Dictionary of Greek
ακόνησις — ἀκόνησις ( εως), η (Α) [ἀκονῶ] το ακόνισμα* … Dictionary of Greek
ανακόνητος — η, ο αυτός που δεν ακονίστηκε, ανακόνιστος, ατρόχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ακονώ] … Dictionary of Greek
εξακονώ — ἐξακονῶ, άω (AM) [ακονώ] ακονίζω, τροχίζω … Dictionary of Greek
κατακονώ — κατακονῶ, άω (Μ) 1. ακονίζω 2. φθείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀκονῶ (< ἀκόνη, ἡ)] … Dictionary of Greek
νεακόνητος — και νεοκόνητος, ον (Α) αυτός που πρόσφατα έχει ακονιστεί («νεακόνητον αἶμα χειροῑν ἔχων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἀκονῶ «ακονίζω»] … Dictionary of Greek